Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετανῑ́σομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετάνοια
μεταξύ
μεταπαιφάσσομαι
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μεταπειράομαι
μεταπειστός
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μετάπεμψις
μεταπίπτω
μεταπλάττω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μεταπρεπής
μεταπρέπω
View word page
μεταπειστός
μεταπειστόςόνadjμεταπείθω of a beliefable to be changed by persuasionPl.

ShortDef

open to persuasion

Debugging

Headword:
μεταπειστός
Headword (normalized):
μεταπειστός
Headword (normalized/stripped):
μεταπειστος
IDX:
25884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25885
Key:
μεταπειστός

Data

{'headword_display': '<b>μεταπειστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεταπειστός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεταπείθω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a belief</Indic><Tr>able to be changed by persuasion</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεταπειστός'}