Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταμέλπομαι
μεταμίσγω
μεταμορφόομαι
μεταμπίσχομαι
μεταμφιέννυμαι
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μετανάστασις
μετανάστης
μετανιπτρίς
μετανῑ́σομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετάνοια
μεταξύ
μεταπαιφάσσομαι
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
View word page
μετανάστης
μετανάστηςουm migrantIl. Hdt.

ShortDef

one who has changed his home, a wanderer, immigrant

Debugging

Headword:
μετανάστης
Headword (normalized):
μετανάστης
Headword (normalized/stripped):
μεταναστης
IDX:
25872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25873
Key:
μετανάστης

Data

{'headword_display': '<b>μετανάστης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετανάστης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>migrant</Tr><Au>Il. Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετανάστης'}