Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμίσγω
μεταμορφόομαι
μεταμπίσχομαι
μεταμφιέννυμαι
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μετανάστασις
μετανάστης
μετανιπτρίς
μετανῑ́σομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετάνοια
μεταξύ
μεταπαιφάσσομαι
μεταπαύομαι
View word page
μεταναιέτης
μεταναιέτηςουm dweller togetherw.gen.w. someoneHes.

ShortDef

one who dwells with

Debugging

Headword:
μεταναιέτης
Headword (normalized):
μεταναιέτης
Headword (normalized/stripped):
μεταναιετης
IDX:
25870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25871
Key:
μεταναιέτης

Data

{'headword_display': '<b>μεταναιέτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεταναιέτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>dweller together<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεταναιέτης'}