Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταμέλεια
μεταμελητικός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμίσγω
μεταμορφόομαι
μεταμπίσχομαι
μεταμφιέννυμαι
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μετανάστασις
μετανάστης
μετανιπτρίς
μετανῑ́σομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετάνοια
μεταξύ
View word page
μετ-αναγιγνώσκομαι
μετ-αναγιγνώσκομαιpass.vbonly 3sg.aor.
μετανεγνώσθη
be persuaded to repentw.gen.of anger and quarrelsS.

ShortDef

to repent of

Debugging

Headword:
μεταναγιγνώσκομαι
Headword (normalized):
μεταναγιγνώσκομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταναγιγνωσκομαι
IDX:
25868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25869
Key:
μεταναγιγνώσκομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετ-αναγιγνώσκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετ-αναγιγνώσκομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only 3sg.aor.</Lbl><Form>μετανεγνώσθη</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>be persuaded to repent</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of anger and quarrels<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταναγιγνώσκομαι'}