Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταμείγνῡμι
μεταμειπτός
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμίσγω
μεταμορφόομαι
μεταμπίσχομαι
μεταμφιέννυμαι
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μετανάστασις
μετανάστης
μετανιπτρίς
μετανῑ́σομαι
μετανίστημι
View word page
μετ-αμπίσχομαι
μετ-αμπίσχομαιmid.vb fig.put on a new garbw.acc.of slaveryw. ἀντί + gen.in place of freedomPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταμπίσχομαι
Headword (normalized):
μεταμπίσχομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταμπισχομαι
IDX:
25865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25866
Key:
μεταμπίσχομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετ-αμπίσχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετ-αμπίσχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig.</Indic><Tr>put on a new garb</Tr><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>of slavery<Expl><GLbl>w. <Ref>ἀντί</Ref> + gen.</GLbl>in place of freedom</Expl><Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταμπίσχομαι'}