Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλᾱτος
μεταλλάω
μεταλλείᾱ
μεταλλεῖα
μεταλλεύς
μεταλλευτικός
μεταλλεύω
μεταλλήγω
μεταλλικός
μέταλλον
μετάλμενος
μεταλωφέω
μεταμάζιος
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μεταμείγνῡμι
View word page
μεταλλεύω
μεταλλεύωvbμέταλλον dig a minetunnelunder an enemy wall, in siege-operationsPlb. pass.of substances, i.e. mineralsbe obtained by mining, be minedPl. Arist.

ShortDef

to get by mining

Debugging

Headword:
μεταλλεύω
Headword (normalized):
μεταλλεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταλλευω
IDX:
25845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25846
Key:
μεταλλεύω

Data

{'headword_display': '<b>μεταλλεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεταλλεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>μέταλλον</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>dig a mine<or/>tunnel<Expl>under an enemy wall, in siege-operations</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of substances, i.e. minerals</Indic><Def>be obtained by mining, be mined</Def><Au>Pl. Arist.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταλλεύω'}