Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταλδήσκω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλᾱτος
μεταλλάω
μεταλλείᾱ
μεταλλεῖα
μεταλλεύς
μεταλλευτικός
μεταλλεύω
μεταλλήγω
μεταλλικός
μέταλλον
μετάλμενος
μεταλωφέω
μεταμάζιος
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
View word page
μεταλλεύς
μεταλλεύςέωςmone who extracts minerals from the earthminerPl. Plu.

ShortDef

miner; ant

Debugging

Headword:
μεταλλεύς
Headword (normalized):
μεταλλεύς
Headword (normalized/stripped):
μεταλλευς
IDX:
25843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25844
Key:
μεταλλεύς

Data

{'headword_display': '<b>μεταλλεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεταλλεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>one who extracts minerals from the earth</Def><Tr>miner</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεταλλεύς'}