Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακυλίνδω
μετακῡ́μιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλδήσκω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλᾱτος
μεταλλάω
μεταλλείᾱ
μεταλλεῖα
μεταλλεύς
μεταλλευτικός
μεταλλεύω
μεταλλήγω
View word page
μεταλλακτός
μεταλλακτόςόνadj of a divine powerchangedchangeableA.of thingsto be changedPi.fr.

ShortDef

changed, altered

Debugging

Headword:
μεταλλακτός
Headword (normalized):
μεταλλακτός
Headword (normalized/stripped):
μεταλλακτος
IDX:
25836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25837
Key:
μεταλλακτός

Data

{'headword_display': '<b>μεταλλακτός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεταλλακτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <nS1><Indic>of a divine power</Indic><Tr>changed<or/>changeable</Tr><Au>A.</Au></nS1><nS1><Indic>of things</Indic><Tr>to be changed</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'μεταλλακτός'}