Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετακοίμιος
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακυλίνδω
μετακῡ́μιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλδήσκω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλᾱτος
μεταλλάω
μεταλλείᾱ
μεταλλεῖα
μεταλλεύς
View word page
μετ-αλδήσκω
μετ-αλδήσκωvb of a dragon's teethchange while growinginto armed menAR.

ShortDef

change in growing

Debugging

Headword:
μεταλδήσκω
Headword (normalized):
μεταλδήσκω
Headword (normalized/stripped):
μεταλδησκω
IDX:
25833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25834
Key:
μεταλδήσκω

Data

{'headword_display': '<b>μετ-αλδήσκω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>μετ-αλδήσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a dragon's teeth</Indic><Tr>change while growing<Expl>into armed men</Expl></Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'μεταλδήσκω'}