Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετακοιμίζομαι
μετακοίμιος
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακυλίνδω
μετακῡ́μιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλδήσκω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλᾱτος
μεταλλάω
μεταλλείᾱ
μεταλλεῖα
View word page
μετ-αλγέω
μετ-αλγέωcontr.vb feel pain afterwardsfeel remorse, repentA.dub. E.

ShortDef

feel remorse at, rue

Debugging

Headword:
μεταλγέω
Headword (normalized):
μεταλγέω
Headword (normalized/stripped):
μεταλγεω
IDX:
25832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25833
Key:
μεταλγέω

Data

{'headword_display': '<b>μετ-αλγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετ-αλγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>feel pain afterwards</Def><Tr>feel remorse, repent</Tr><Au>A.<LblR>dub.</LblR> E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταλγέω'}