Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετακαθοπλίζω
μετακαλέω
μετάκειμαι
μετάκερας
μετακῑνέω
μετακῑ́νησις
μετακῑνητός
μετακλαίομαι
μετακλείω
μετακλῑ́νομαι
μετακοιμίζομαι
μετακοίμιος
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακυλίνδω
μετακῡ́μιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
View word page
μετα-κοιμίζομαι
μετα-κοιμίζομαιpass.vb of the power of Ruinbe changed to a state of sleepbe put to sleepA.

ShortDef

to change to a state of sleep, to be lulled to sleep

Debugging

Headword:
μετακοιμίζομαι
Headword (normalized):
μετακοιμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετακοιμιζομαι
IDX:
25822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25823
Key:
μετακοιμίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετα-κοιμίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-κοιμίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the power of Ruin</Indic><Def>be changed to a state of sleep</Def><Tr>be put to sleep</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μετακοιμίζομαι'}