Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταδίομαι
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδοκεῖ
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μετάδοσις
μεταδοῦν
μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
μετάδρομος
μέταζε
μεταζεύγνῡμι
μετάθεσις
μεταθέω
μετᾱίγδην
μεταίζω
μεταίρω
μετᾱίσσω
μεταιτέω
View word page
μεταδρομή
μεταδρομήῆςf pl.pursuit, chaseby houndsX.w.gen.by ErinyesE.

ShortDef

a running after, pursuit

Debugging

Headword:
μεταδρομή
Headword (normalized):
μεταδρομή
Headword (normalized/stripped):
μεταδρομη
IDX:
25799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25800
Key:
μεταδρομή

Data

{'headword_display': '<b>μεταδρομή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεταδρομή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>pl.</Indic><Tr>pursuit, chase<Expl>by hounds</Expl></Tr><Au>X.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>by Erinyes</Indic><Au>E.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μεταδρομή'}