Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετάγνοια
μετάγνωσις
μεταγράφω
μετάγω
μεταδαίνυμαι
μεταδετέον
μεταδήμιος
μεταδιδάσκω
μεταδίδωμι
μεταδίομαι
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδοκεῖ
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μετάδοσις
μεταδοῦν
μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
μετάδρομος
View word page
μεταδίωκτος
μεταδίωκτοςονadjμεταδιώκω of a personchased after, tracked downHdt.

ShortDef

pursued, overtaken

Debugging

Headword:
μεταδίωκτος
Headword (normalized):
μεταδίωκτος
Headword (normalized/stripped):
μεταδιωκτος
IDX:
25790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25791
Key:
μεταδίωκτος

Data

{'headword_display': '<b>μεταδίωκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεταδίωκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεταδιώκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>chased after, tracked down</Tr><Au>Hdt.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'μεταδίωκτος'}