Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μετάγνωσις
μεταγράφω
μετάγω
μεταδαίνυμαι
μεταδετέον
μεταδήμιος
μεταδιδάσκω
μεταδίδωμι
μεταδίομαι
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδοκεῖ
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μετάδοσις
μεταδοῦν
μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
View word page
μετα-δίομαι
μετα-δίομαιmid.vbδίομαι1 pursuea personA.tm.

ShortDef

pursue

Debugging

Headword:
μεταδίομαι
Headword (normalized):
μεταδίομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταδιομαι
IDX:
25789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25790
Key:
μεταδίομαι

Data

{'headword_display': '<b>μετα-δίομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετα-δίομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>δίομαι<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>pursue</Tr><Obj>a person<Au>A.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μεταδίομαι'}