Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετάβασις
μεταβιβάζω
μεταβλέπω
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολικός
μεταβουλεύω
μεταβουλίᾱ
μετάβουλος
μετάγγελος
Μεταγειτνιών
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μετάγνωσις
μεταγράφω
μετάγω
μεταδαίνυμαι
μεταδετέον
View word page
μετά-βουλος
μετά-βουλοςονadjβουλή prone to change one's mind, fickleAr.

ShortDef

changing one's mind, changeful

Debugging

Headword:
μετάβουλος
Headword (normalized):
μετάβουλος
Headword (normalized/stripped):
μεταβουλος
IDX:
25775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25776
Key:
μετάβουλος

Data

{'headword_display': '<b>μετά-βουλος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>μετά-βουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βουλή</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>prone to change one's mind, fickle</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>", 'key': 'μετάβουλος'}