Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεστόω
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μετάβασις
μεταβιβάζω
μεταβλέπω
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολικός
μεταβουλεύω
μεταβουλίᾱ
μετάβουλος
μετάγγελος
Μεταγειτνιών
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
View word page
μεταβλητός
μεταβλητόςή όνadjof a substanceliable to changeArist.

ShortDef

subject to change

Debugging

Headword:
μεταβλητός
Headword (normalized):
μεταβλητός
Headword (normalized/stripped):
μεταβλητος
IDX:
25769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25770
Key:
μεταβλητός

Data

{'headword_display': '<b>μεταβλητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεταβλητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a substance</Indic><Tr>liable to change</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεταβλητός'}