Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεστός
μεστόω
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μετάβασις
μεταβιβάζω
μεταβλέπω
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολικός
μεταβουλεύω
μεταβουλίᾱ
μετάβουλος
μετάγγελος
Μεταγειτνιών
μεταγίγνομαι
View word page
μεταβλητικός
μεταβλητικόςή όνadjμεταβάλλω of a form of acquisitionthrough exchangePl.of the use of an itemfor the purpose of exchangeArist.fem.sb.art of exchangePl. Arist.of potentiality, as a primary causeproductive of changein thingsArist.

ShortDef

by way of exchange

Debugging

Headword:
μεταβλητικός
Headword (normalized):
μεταβλητικός
Headword (normalized/stripped):
μεταβλητικος
IDX:
25768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25769
Key:
μεταβλητικός

Data

{'headword_display': '<b>μεταβλητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεταβλητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεταβάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1> <Indic>of a form of acquisition</Indic><Tr>through exchange</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of the use of an item</Indic><Tr>for the purpose of exchange</Tr><Au>Arist.</Au></aS2><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of exchange</Def><Au>Pl. Arist.</Au></SGrm></aS1><aS1><Indic>of potentiality, as a primary cause</Indic><Tr>productive of change<Expl>in things</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεταβλητικός'}