Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσόω
μέσσαβα
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσηγύ(ς)
μεσσήρης
μεσσόγεως
μεσσόθεν
μεσσοπαγής
μέσσος
μέστα
μεστός
μεστόω
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μετάβασις
μεταβιβάζω
μεταβλέπω
View word page
μέστα
μέσταdial.prep., conj. and advseeμέσφα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέστα
Headword (normalized):
μέστα
Headword (normalized/stripped):
μεστα
IDX:
25757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25758
Key:
μέστα

Data

{'headword_display': '<b>μέστα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μέστα</HL><PS>dial.prep., conj. and adv</PS></HG><XR>see<Ref>μέσφα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μέστα'}