Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπύργιον
μέσος
μεσότης
μεσοτομέω
μεσόω
μέσσαβα
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσηγύ(ς)
μεσσήρης
μεσσόγεως
μεσσόθεν
μεσσοπαγής
μέσσος
View word page
μεσοτομέω
μεσοτομέωcontr.vbτέμνω make a cut in the middlecuta stalkhalf-way upX. make a division in the middleof a topicPl.

ShortDef

to cut through the middle, cut in twain, bisect

Debugging

Headword:
μεσοτομέω
Headword (normalized):
μεσοτομέω
Headword (normalized/stripped):
μεσοτομεω
IDX:
25746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25747
Key:
μεσοτομέω

Data

{'headword_display': '<b>μεσοτομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεσοτομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>τέμνω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>make a cut in the middle</Def><vS2><Tr>cut<Prnth>a stalk</Prnth>half-way up</Tr><Au>X.</Au></vS2> </vS1> <vS1><Tr>make a division in the middle<Expl>of a topic</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μεσοτομέω'}