Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπύργιον
μέσος
μεσότης
μεσοτομέω
μεσόω
μέσσαβα
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσηγύ(ς)
μεσσήρης
μεσσόγεως
View word page
μεσο-πύργιον
μεσο-πύργιονουnπύργος space between towersin a wallPlb. Plu.

ShortDef

wall between two towers, curtain

Debugging

Headword:
μεσοπύργιον
Headword (normalized):
μεσοπύργιον
Headword (normalized/stripped):
μεσοπυργιον
IDX:
25743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25744
Key:
μεσοπύργιον

Data

{'headword_display': '<b>μεσο-πύργιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεσο-πύργιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πύργος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>space between towers<Expl>in a wall</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεσοπύργιον'}