Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπύργιον
μέσος
μεσότης
μεσοτομέω
μεσόω
μέσσαβα
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσηγύ(ς)
View word page
μεσο-πόρφυρος
μεσο-πόρφυροςονadjπορφύρᾱ of a white headbandwith a mixture of purpleshot with purplePlu.

ShortDef

mixed

Debugging

Headword:
μεσοπόρφυρος
Headword (normalized):
μεσοπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
μεσοπορφυρος
IDX:
25741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25742
Key:
μεσοπόρφυρος

Data

{'headword_display': '<b>μεσο-πόρφυρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεσο-πόρφυρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πορφύρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a white headband</Indic><Def>with a mixture of purple</Def><Tr>shot with purple</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεσοπόρφυρος'}