Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπύργιον
μέσος
μεσότης
μεσοτομέω
μεσόω
μέσσαβα
μέσσατος
μέσσαυλος
View word page
μεσό-πορος
μεσό-ποροςονadjπόρος of the upper airat the midmost point of passagefor a constellationmidE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσόπορος
Headword (normalized):
μεσόπορος
Headword (normalized/stripped):
μεσοπορος
IDX:
25740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25741
Key:
μεσόπορος

Data

{'headword_display': '<b>μεσό-πορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεσό-πορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the upper air</Indic><Def>at the midmost point of passage<Expl>for a constellation</Expl></Def><Tr>mid</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεσόπορος'}