Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπύργιον
μέσος
μεσότης
μεσοτομέω
μεσόω
μέσσαβα
μέσσατος
View word page
μεσοπορέω
μεσοπορέωcontr.vbμεσόπορος be at the half-way point of a voyageThphr.

ShortDef

to be half-way

Debugging

Headword:
μεσοπορέω
Headword (normalized):
μεσοπορέω
Headword (normalized/stripped):
μεσοπορεω
IDX:
25739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25740
Key:
μεσοπορέω

Data

{'headword_display': '<b>μεσοπορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεσοπορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μεσόπορος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be at the half-way point of a voyage</Tr><Au>Thphr.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μεσοπορέω'}