Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπύργιον
μέσος
μεσότης
μεσοτομέω
μεσόω
View word page
μεσ-όμφαλος
μεσ-όμφαλοςονadjὀμφαλός of Apollo's Delphic temple, altar, oraclesat the central navelA. E.w.gen.of the earthS. E.of an altarat the very centreof a houseA.

ShortDef

in mid-navel, central

Debugging

Headword:
μεσόμφαλος
Headword (normalized):
μεσόμφαλος
Headword (normalized/stripped):
μεσομφαλος
IDX:
25737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25738
Key:
μεσόμφαλος

Data

{'headword_display': '<b>μεσ-όμφαλος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>μεσ-όμφαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀμφαλός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Apollo's Delphic temple, altar, oracles</Indic><Tr>at the central navel</Tr><Au>A. E.</Au><aS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>of the earth</Indic><Au>S. E.</Au></aS2></aS1><aS1><Indic>of an altar</Indic><Tr>at the very centre<Expl>of a house</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'μεσόμφαλος'}