Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπύργιον
μέσος
μεσότης
μεσοτομέω
View word page
μεσό-λευκος
μεσό-λευκοςονadjλευκός of a purple tunicwith a mixture of whiteshot with whiteX.

ShortDef

middling white

Debugging

Headword:
μεσόλευκος
Headword (normalized):
μεσόλευκος
Headword (normalized/stripped):
μεσολευκος
IDX:
25736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25737
Key:
μεσόλευκος

Data

{'headword_display': '<b>μεσό-λευκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεσό-λευκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λευκός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a purple tunic</Indic><Def>with a mixture of white</Def><Tr>shot with white</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεσόλευκος'}