Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσῑτεύω
μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπύργιον
μέσος
μεσότης
View word page
μεσόλαβος
μεσόλαβοςmseeμεσόγραφος

ShortDef

mesolabe

Debugging

Headword:
μεσόλαβος
Headword (normalized):
μεσόλαβος
Headword (normalized/stripped):
μεσολαβος
IDX:
25735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25736
Key:
μεσόλαβος

Data

{'headword_display': '<b>μεσόλαβος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μεσόλαβος</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>μεσόγραφος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεσόλαβος'}