Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσημβριάω
μεσημβρινός
μεσίδιος
μεσῑτεύω
μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
View word page
μεσό-κοιλος
μεσό-κοιλοςονadjκοῖλος of a citylow in the centreof a peninsula, due to surrounding hillsPlb.

ShortDef

hollow, low-lying

Debugging

Headword:
μεσόκοιλος
Headword (normalized):
μεσόκοιλος
Headword (normalized/stripped):
μεσοκοιλος
IDX:
25732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25733
Key:
μεσόκοιλος

Data

{'headword_display': '<b>μεσό-κοιλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεσό-κοιλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κοῖλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a city</Indic><Tr>low in the centre<Expl>of a peninsula, due to surrounding hills</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεσόκοιλος'}