Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσημβριάζω
μεσημβριάω
μεσημβρινός
μεσίδιος
μεσῑτεύω
μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
μεσοπόρφυρος
View word page
μεσό-δμη
μεσό-δμηηςfδέμω perh.cross-beamof a roofOd. app.notched beam in which a ship's mast restedmast-socketOd.cf.ἱστοπέδη

ShortDef

something built between

Debugging

Headword:
μεσόδμη
Headword (normalized):
μεσόδμη
Headword (normalized/stripped):
μεσοδμη
IDX:
25731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25732
Key:
μεσόδμη

Data

{'headword_display': '<b>μεσό-δμη</b>', 'content': "<NE><HG><HL>μεσό-δμη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δέμω</Ref></Ety></HG> <nS1><Qualif>perh.</Qualif><Tr>cross-beam<Expl>of a roof</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Def>notched beam in which a ship's mast rested</Def><Tr>mast-socket</Tr><Au>Od.</Au><XR>cf.<Ref>ἱστοπέδη</Ref></XR></nS1></NE>", 'key': 'μεσόδμη'}