Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσημβρίᾱ
μεσημβριάζω
μεσημβριάω
μεσημβρινός
μεσίδιος
μεσῑτεύω
μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπορέω
μεσόπορος
View word page
μεσό-γραφος
μεσό-γραφοςονadjγράφω geom., of a lineof mean proportionPlu.cj. μεσόλαβος mesolabe, instrument for finding mean proportional lines

ShortDef

drawn in the middle

Debugging

Headword:
μεσόγραφος
Headword (normalized):
μεσόγραφος
Headword (normalized/stripped):
μεσογραφος
IDX:
25730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25731
Key:
μεσόγραφος

Data

{'headword_display': '<b>μεσό-γραφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεσό-γραφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γράφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>geom., of a line</Indic><Tr>of mean proportion</Tr><Au>Plu.</Au><Extra>cj. <Ref>μεσόλαβος</Ref> <ital>mesolabe, instrument for finding mean proportional lines</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'μεσόγραφος'}