Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβρίᾱ
μεσημβριάζω
μεσημβριάω
μεσημβρινός
μεσίδιος
μεσῑτεύω
μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
View word page
μεσο-βασιλεύς
μεσο-βασιλεύςέωςmat Romeinterrexa temporary magistratePlu.

ShortDef

interrex, one who holds kingly power between death of one and accession of another

Debugging

Headword:
μεσοβασιλεύς
Headword (normalized):
μεσοβασιλεύς
Headword (normalized/stripped):
μεσοβασιλευς
IDX:
25728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25729
Key:
μεσοβασιλεύς

Data

{'headword_display': '<b>μεσο-βασιλεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεσο-βασιλεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Indic>at Rome</Indic><Tr>interrex<Expl>a temporary magistrate</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'μεσοβασιλεύς'}