Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσεγγυόομαι
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβρίᾱ
μεσημβριάζω
μεσημβριάω
μεσημβρινός
μεσίδιος
μεσῑτεύω
μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσόλαβος
View word page
μεσῑτεύω
μεσῑτεύωvbμεσῑ́της mediatebetw. opponentsPlb.tr.a cessation of hostilitiesPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσῑτεύω
Headword (normalized):
μεσῑτεύω
Headword (normalized/stripped):
μεσιτευω
IDX:
25725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25726
Key:
μεσῑτεύω

Data

{'headword_display': '<b>μεσῑτεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεσῑτεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>μεσῑ́της</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>mediate<Expl>betw. opponents</Expl></Tr><Au>Plb.</Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Obj>a cessation of hostilities<Au>Plb.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'μεσῑτεύω'}