Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβρίᾱ
μεσημβριάζω
μεσημβριάω
μεσημβρινός
μεσίδιος
μεσῑτεύω
μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσόκοιλος
μεσολαβέω
μεσολαβής
View word page
μεσίδιος
μεσίδιοςᾱ ονadjof a magistrate or judgein the middlebetw. two partiesintermediary, mediatoryArist.

ShortDef

middle

Debugging

Headword:
μεσίδιος
Headword (normalized):
μεσίδιος
Headword (normalized/stripped):
μεσιδιος
IDX:
25724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25725
Key:
μεσίδιος

Data

{'headword_display': '<b>μεσίδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεσίδιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a magistrate or judge</Indic><Def>in the middle<Expl>betw. two parties</Expl></Def><Tr>intermediary, mediatory</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεσίδιος'}