Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσᾱμέριον
μέσατος
μεσεγγυάομαι
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβρίᾱ
μεσημβριάζω
μεσημβριάω
μεσημβρινός
μεσίδιος
μεσῑτεύω
μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγραφος
μεσόδμη
View word page
μεσημβριάζω
μεσημβριάζωvb pass the middle of the dayin sleep Pl.

ShortDef

to pass the noon

Debugging

Headword:
μεσημβριάζω
Headword (normalized):
μεσημβριάζω
Headword (normalized/stripped):
μεσημβριαζω
IDX:
25721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25722
Key:
μεσημβριάζω

Data

{'headword_display': '<b>μεσημβριάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεσημβριάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>pass the middle of the day<Expl>in sleep</Expl></Tr> <Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μεσημβριάζω'}