Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεσαμβρίη
μεσαμβρινός
μεσᾱμέριον
μέσατος
μεσεγγυάομαι
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβρίᾱ
μεσημβριάζω
μεσημβριάω
μεσημβρινός
μεσίδιος
μεσῑτεύω
μεσῑ́της
μεσοβασιλείᾱ
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
View word page
μεσήεις
μεσήειςεσσα ενadjof warriorsof middle rankin fighting abilityIl.

ShortDef

middle, middling

Debugging

Headword:
μεσήεις
Headword (normalized):
μεσήεις
Headword (normalized/stripped):
μεσηεις
IDX:
25719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25720
Key:
μεσήεις

Data

{'headword_display': '<b>μεσήεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεσήεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of warriors</Indic><Tr>of middle rank<Expl>in fighting ability</Expl></Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεσήεις'}