Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μεσαίτατος
μέσακτος
μεσαμβρίη
μεσαμβρινός
μεσᾱμέριον
μέσατος
μεσεγγυάομαι
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβρίᾱ
μεσημβριάζω
μεσημβριάω
μεσημβρινός
μεσίδιος
View word page
μεσεγγύημα
μεσεγγύημαατοςn security depositIsoc.v.l. μεσεγγύωμα Aeschin.

ShortDef

money or a pledge deposited with a third party

Debugging

Headword:
μεσεγγύημα
Headword (normalized):
μεσεγγύημα
Headword (normalized/stripped):
μεσεγγυημα
IDX:
25714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25715
Key:
μεσεγγύημα

Data

{'headword_display': '<b>μεσεγγύημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεσεγγύημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>security deposit</Tr><Au>Isoc.<LblR>v.l. <Gr>μεσεγγύωμα</Gr></LblR> Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεσεγγύημα'}