Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέρμῑς
μέρμνος
μέροπες
μέρος
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μεσαίτατος
μέσακτος
μεσαμβρίη
μεσαμβρινός
μεσᾱμέριον
μέσατος
μεσεγγυάομαι
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβρίᾱ
View word page
μεσαμβρινός
μεσαμβρινόςdial.adjseeμεσημβρινός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσαμβρινός
Headword (normalized):
μεσαμβρινός
Headword (normalized/stripped):
μεσαμβρινος
IDX:
25710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25711
Key:
μεσαμβρινός

Data

{'headword_display': '<b>μεσαμβρινός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μεσαμβρινός</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>μεσημβρινός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεσαμβρινός'}