Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερῑ́της
μέρμερος
μέρμηραι
μερμηρίζω
μέρμῑς
μέρμνος
μέροπες
μέρος
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μεσαίτατος
μέσακτος
μεσαμβρίη
μεσαμβρινός
μεσᾱμέριον
μέσατος
View word page
μέροπες
μέροπεςωνmasc.pl.adjep.dat.
μερόπεσσι
of personsperh.humanmortalHom. Hes. hHom. A.sb.humans, mortalsA. E. Call. AR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέροπες
Headword (normalized):
μέροπες
Headword (normalized/stripped):
μεροπες
IDX:
25702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25703
Key:
μέροπες

Data

{'headword_display': '<b>μέροπες</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μέροπες</HL><Infl>ων</Infl><PS>masc.pl.adj</PS><FG><Case><Lbl>ep.dat.</Lbl><Form>μερόπεσσι</Form></Case></FG></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>human<or/>mortal</Tr><Au>Hom. Hes. hHom. A.</Au><SGrm><GLbl>sb.</GLbl><Def>humans, mortals</Def><Au>A. E. Call. AR.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'μέροπες'}