Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερῑ́της
μέρμερος
μέρμηραι
μερμηρίζω
μέρμῑς
μέρμνος
μέροπες
μέρος
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μεσαίτατος
μέσακτος
μεσαμβρίη
μεσαμβρινός
View word page
μέρμῑς
μέρμῑςῑθοςf cord, stringused for tying a bagOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέρμῑς
Headword (normalized):
μέρμῑς
Headword (normalized/stripped):
μερμις
IDX:
25700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25701
Key:
μέρμῑς

Data

{'headword_display': '<b>μέρμῑς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μέρμῑς</HL><Infl>ῑθος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>cord, string<Expl>used for tying a bag</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μέρμῑς'}