Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεριμνήματα
μεριμνητής
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερῑ́της
μέρμερος
μέρμηραι
μερμηρίζω
μέρμῑς
μέρμνος
μέροπες
μέρος
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μεσαίτατος
μέσακτος
View word page
μέρμηραι
μέρμηραιῶνep.ᾱ́ωνf.plμερμηρίζω cares, concerns, anxietiesHes. Thgn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέρμηραι
Headword (normalized):
μέρμηραι
Headword (normalized/stripped):
μερμηραι
IDX:
25698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25699
Key:
μέρμηραι

Data

{'headword_display': '<b>μέρμηραι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μέρμηραι</HL><Infl>ῶν<VInfl><Lbl>ep.</Lbl><FmInfl>ᾱ́ων</FmInfl></VInfl></Infl><PS>f.pl</PS><Ety><Ref>μερμηρίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cares, concerns, anxieties</Tr><Au>Hes. Thgn.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μέρμηραι'}