Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μεριμνήματα
μεριμνητής
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερῑ́της
μέρμερος
μέρμηραι
μερμηρίζω
μέρμῑς
μέρμνος
μέροπες
μέρος
μέσαβον
μεσάγκυλον
View word page
μεριστός
μεριστόςή όνadjof thingsdivided into partsPl. Arist.divisible into partsPl. Arist.apportionablew.dat.to peopleArist.

ShortDef

divided, divisible

Debugging

Headword:
μεριστός
Headword (normalized):
μεριστός
Headword (normalized/stripped):
μεριστος
IDX:
25695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25696
Key:
μεριστός

Data

{'headword_display': '<b>μεριστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεριστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of things</Indic><Tr>divided into parts</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1><aS1><Tr>divisible into parts</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1><aS1><Tr>apportionable<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to people</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεριστός'}