Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεο
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μεριμνήματα
μεριμνητής
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερῑ́της
μέρμερος
μέρμηραι
μερμηρίζω
μέρμῑς
μέρμνος
μέροπες
μέρος
μέσαβον
View word page
μεριστής
μεριστήςοῦmone who makes a division and apportionmentdivider, distributorof propertyNT.

ShortDef

a divider

Debugging

Headword:
μεριστής
Headword (normalized):
μεριστής
Headword (normalized/stripped):
μεριστης
IDX:
25694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25695
Key:
μεριστής

Data

{'headword_display': '<b>μεριστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεριστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>one who makes a division and apportionment</Def><Tr>divider, distributor<Expl>of property</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεριστής'}