Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέντοι
μένω
μεο
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μεριμνήματα
μεριμνητής
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερῑ́της
μέρμερος
μέρμηραι
μερμηρίζω
μέρμῑς
μέρμνος
μέροπες
View word page
μερίσδω
μερίσδωdial.vbseeμερίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μερίσδω
Headword (normalized):
μερίσδω
Headword (normalized/stripped):
μερισδω
IDX:
25692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25693
Key:
μερίσδω

Data

{'headword_display': '<b>μερίσδω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μερίσδω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>μερίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μερίσδω'}