Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μενοινή
μένος
μέντοι
μένω
μεο
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μεριμνήματα
μεριμνητής
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερῑ́της
μέρμερος
μέρμηραι
μερμηρίζω
μέρμῑς
View word page
μεριμνο-φροντιστής
μεριμνο-φροντιστήςοῦm reflective thinker, careful cogitatorAr.

ShortDef

‘minute philosopher’

Debugging

Headword:
μεριμνοφροντιστής
Headword (normalized):
μεριμνοφροντιστής
Headword (normalized/stripped):
μεριμνοφροντιστης
IDX:
25690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25691
Key:
μεριμνοφροντιστής

Data

{'headword_display': '<b>μεριμνο-φροντιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεριμνο-φροντιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>reflective thinker, careful cogitator</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεριμνοφροντιστής'}