Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μενοινάω
μενοινή
μένος
μέντοι
μένω
μεο
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μεριμνήματα
μεριμνητής
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερῑ́της
μέρμερος
μέρμηραι
μερμηρίζω
View word page
μεριμνητής
μεριμνητήςοῦm meditatorw.gen.of argumentsE.

ShortDef

one who is anxious about

Debugging

Headword:
μεριμνητής
Headword (normalized):
μεριμνητής
Headword (normalized/stripped):
μεριμνητης
IDX:
25689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25690
Key:
μεριμνητής

Data

{'headword_display': '<b>μεριμνητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεριμνητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>meditator<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of arguments</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεριμνητής'}