Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μενοεικής
μενοινάω
μενοινή
μένος
μέντοι
μένω
μεο
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μεριμνήματα
μεριμνητής
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερῑ́της
μέρμερος
μέρμηραι
View word page
μεριμνήματα
μεριμνήματα
dial.μεριμνᾱ́ματα
τωνn.pl
cares, concernsPi.fr. S.dub., see ἀμερίμνητος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεριμνήματα
Headword (normalized):
μεριμνήματα
Headword (normalized/stripped):
μεριμνηματα
IDX:
25688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25689
Key:
μεριμνήματα

Data

{'headword_display': '<b>μεριμνήματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεριμνήματα</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>μεριμνᾱ́ματα</FmHL></DL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>cares, concerns</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk> S.<LblR>dub., see <Gr>ἀμερίμνητος</Gr></LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'μεριμνήματα'}