Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μενετέον
μενετός
μενεχάρμης
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μενοινή
μένος
μέντοι
μένω
μεο
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μεριμνήματα
μεριμνητής
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
View word page
μεο
μεο
Ion.enclit.gen.1sg.pers.pron.
see
ἐγώ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεο
Headword (normalized):
μεο
Headword (normalized/stripped):
μεο
IDX:
25684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25685
Key:
μεο
Data
{'headword_display': '<b>μεο</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεο<LblR>Ion.enclit.gen.1sg.pers.pron.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἐγώ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεο'}