Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μενεδήιος
μενέκτυπος
Μενέλᾱος
μενεπτόλεμος
μενετέον
μενετός
μενεχάρμης
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μενοινή
μένος
μέντοι
μένω
μεο
μερίζω
μέριμνα
μεριμνάω
μεριμνήματα
μεριμνητής
μεριμνοφροντιστής
View word page
μενοινή
μενοινήῆςf eager desire, intentionplanCall. AR.

ShortDef

eager desire

Debugging

Headword:
μενοινή
Headword (normalized):
μενοινή
Headword (normalized/stripped):
μενοινη
IDX:
25680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25681
Key:
μενοινή

Data

{'headword_display': '<b>μενοινή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μενοινή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>eager desire, intention<or/>plan</Tr><Au>Call. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μενοινή'}