Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεμψιμοιρίᾱ
μεμψίμοιρος
μέμψις
μέν
μεναίχμης
Μένανδρος
μενεαίνω
μενεδήιος
μενέκτυπος
Μενέλᾱος
μενεπτόλεμος
μενετέον
μενετός
μενεχάρμης
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μενοινή
μένος
μέντοι
μένω
View word page
μενε-πτόλεμος
μενε-πτόλεμοςονep.adjπόλεμος steadfast in battleHom. B.

ShortDef

staunch in battle, steadfast

Debugging

Headword:
μενεπτόλεμος
Headword (normalized):
μενεπτόλεμος
Headword (normalized/stripped):
μενεπτολεμος
IDX:
25673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25674
Key:
μενεπτόλεμος

Data

{'headword_display': '<b>μενε-πτόλεμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μενε-πτόλεμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>πόλεμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>steadfast in battle</Tr><Au>Hom. B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μενεπτόλεμος'}