Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέμῡκα
μεμυρισμένος
Μέμφις
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
μεμψιμοιρίᾱ
μεμψίμοιρος
μέμψις
μέν
μεναίχμης
Μένανδρος
μενεαίνω
μενεδήιος
μενέκτυπος
Μενέλᾱος
μενεπτόλεμος
μενετέον
μενετός
μενεχάρμης
μενέω
μενοεικής
View word page
Μένανδρος
Μένανδροςουm Menandercomic poet, 4th–3rd C. BCPlu.

ShortDef

awaiting a man
Menander

Debugging

Headword:
Μένανδρος
Headword (normalized):
μένανδρος
Headword (normalized/stripped):
μενανδρος
IDX:
25668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25669
Key:
Μένανδρος

Data

{'headword_display': '<b>Μένανδρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>Μένανδρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>Menander<Expl>comic poet, 4th–3rd C. BC</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'Μένανδρος'}