Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέμονα
μεμόρηται
μεμορυγμένος
μεμούσωμαι
μεμπτός
μέμῡκα
μεμυρισμένος
Μέμφις
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
μεμψιμοιρίᾱ
μεμψίμοιρος
μέμψις
μέν
μεναίχμης
Μένανδρος
μενεαίνω
μενεδήιος
μενέκτυπος
Μενέλᾱος
μενεπτόλεμος
View word page
μεμψιμοιρίᾱ
μεμψιμοιρίᾱᾱςf dissatisfaction, discontentArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμψιμοιρίᾱ
Headword (normalized):
μεμψιμοιρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μεμψιμοιρια
IDX:
25663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25664
Key:
μεμψιμοιρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μεμψιμοιρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεμψιμοιρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>dissatisfaction, discontent</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεμψιμοιρίᾱ'}